- πιττακίου
- πιττάκιονtablet for writing onneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πιττακιάρχης — ὁ, Α προϊστάμενος τού πιττακίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιττάκιον + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. στρατ άρχης] … Dictionary of Greek